περιοικίζω

περιοικίζω
Α
τοποθετώ, εγκαθιστώ γύρω από κάτι («περιοικίζω τῷ έγκεφάλῳ τὰς αἰσθήσεις», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + οἰκίζω «εγκαθιστώ» (< οἶκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”